11 Μαρ 2008

ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΑΓΩΓΗ 2

ΙΙ. ΠΑΡΕΚΒΑΣΗ: ΤΙ ΕΙΝΑΙ Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ;
Ετυμολογούμενη από την λέξη "αίσθησις", η αισθητική είναι –κατά τον Kant- η επιστήμη όλων των a priori[1] αρχών της αισθητότητας του ανθρώπου. Στο μεγαλύτερο μέρος του, ο συστηματικός αισθητικός στοχασμός ασχολήθηκε με το Ωραίο ειδικά, με αποτέλεσμα, για μεγάλο χρονικό διάστημα, να θεωρούνται συνώνυμοι οι όροι Αισθητική, Επιστήμη του Ωραίου και Φιλοσοφία της τέχνης.
Ήδη από την αρχαιότητα το πρόβλημα του Ωραίου είχε γίνει αντικείμενο διαπραγμάτευσης, κυρίως από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη και τον Πλωτίνο. Ειδικά οι δύο τελευταίοι, στην ανάλυσή τους γι αυτό –κατά τα πρότυπα της εποχής- το ταυτίζουν με το ηθικά καλό και –ως εκ τούτου- το υπάγουν, στην προσπάθειά τους να ορίσουν την ουσία του και όχι να εξετάσουν επί μέρους αισθητικά προβλήματα, σε εξωαισθητικές κατηγορίες, κυρίως μεταφυσικές. Η ταύτιση του ωραίου με το καλό είναι χαρακτηριστικό και της αγγλικής ηθικής φιλοσοφίας και ανιχνεύεται και σε ορισμένα ρεύματα του ρομαντικού ιδεαλισμού. Ο Kant πρώτος επισημαίνει την ματαιότητα αυτής της ταύτισης και συναρτά το ωραίο σαν κατηγορία προς την κριτική ικανότητα και όχι προς τον Πρακτικό Λόγο. Μπορεί, λοιπόν, να πει κανείς πως η ανεξάρτητη φιλοσοφική αισθητική, αποδεσμευμένη από κυρίαρχες μεταφυσικές, λογικές, ή γνωσιολογικές κρίσεις είναι σχετικά πρόσφατη, αν και μπορεί να υποστηριχθεί ότι εν σπέρματι υπάρχει ήδη από την αρχαιότητα. Σ' αυτήν, το πρόβλημα του Ωραίου εξετάζεται παράλληλα, αλλά ξέχωρα από τα υπόλοιπα αντικείμενα της φιλοσοφίας, ενώ κατά την διάρκεια του 20ου, κυρίως, αιώνα, το πρόβλημα του ωραίου αποσυνδέεται από το πρόβλημα της τέχνης.
Η αισθητική, σαν κλάδος της φιλοσοφίας, αμφισβητείται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλον, αν και όχι πάντα δίκαια. Παρ' όλα αυτά, είναι τεκμαρτή η διαπίστωση πως κάποια προβλήματα στον συστηματικό αισθητικό στοχασμό υφίστανται. Θα επισημάνουμε δύο από αυτά, που θεωρούμε καίρια:
Το πρώτο, έχει να κάνει με το γεγονός ότι η αισθητική φαίνεται να προϋποθέτει σιωπηρά την δυνατότητα ύπαρξης της τέχνης (Adorno, 2000, σ. 569), πράγμα που στις μέρες μας δεν είναι και τόσο βέβαιο. Η τέχνη μπορούσε να εκληφθεί ως κάτι δεδομένο σε παλαιότερες εποχές και μάλιστα στην αρχή του φιλοσοφικού στοχασμού πάνω στο ωραίο. Η κοινωνική λειτουργία της τέχνης το επέτρεπε. Η αλλαγή αυτής της λειτουργίας (θέμα με το οποίο δεν μπορούμε να ασχοληθούμε εδώ), ώθησε αυτόν ακριβώς τον στοχασμό να προδιαγνώσει το τέλος της τέχνης. Αν και η διάγνωση αυτή ξεχάστηκε σε γενικές γραμμές για μεγάλο χρονικό διάστημα από την φιλοσοφία, διαπιστώθηκε εκ νέου στον 20ο αιώνα από την ίδια την τέχνη, η οποία βρέθηκε στην κατεπείγουσα ανάγκη να επαναπροσδιοριστεί ώστε να μπορέσει να επιβιώσει σε κοινωνικές συνθήκες δραματικά διαφορετικές από αυτές στις οποίες ήταν μέχρι εκείνη την στιγμή συνηθισμένη. Ο μοντερνισμός σαν ιδέα εμπίπτει στο μοντέλο προσαρμογής σ' αυτές τις νέες ανάγκες. Ο στοχασμός πάνω στις νέες δυνατότητες της τέχνης έγινε στην εποχή μας πιο αναγκαίος από ποτέ. Σε αυτή την στοχαστική πορεία, χάνεται η αθωότητα και η καλλιτεχνική πρωτοπορία ζητά καταφύγιο στην άρνηση της τέχνης, θέλοντας να της προσφέρει μια δυνατότητα επιβίωσης μέσα από τον ίδιο της τον θάνατο (ο.π., σ. 570). Αν σε εποχές αθωότητας η τέχνη ήταν πράγματι "ο κόσμος ακόμη μια φορά, ο κόσμος σε επανάληψη, τόσο όμοια, όσο και ανόμοια με αυτόν" (ο.π., σ.565), σήμερα η ευτυχία αυτής της επανάληψης, η μιμητική παρόρμηση που έκανε την τέχνη συνιστώσα της ανθρώπινης ευτυχίας, έχει αμετάκλητα χαθεί. Την θέση της έχει πάρει μια σκληρή σύγκρουση, η έκβαση της οποίας είναι αβέβαιη μέσα σε ένα κοινωνικό περιβάλλον όπου η επιβολή ενός συστήματος εργαλειακής ορθολογικότητας έχει κάνει αφόρητη την ύπαρξη της τέχνης και ύποπτη την επιθυμητική της σχέση προς την ευτυχία.
Το δεύτερο σχετίζεται με την διαπιστωμένη ανικανότητα της αισθητικής να παρακολουθήσει με τις έννοιές της την κατάσταση της τέχνης. Η τέχνη, και ειδικότερα η μοντέρνα, στοχεύοντας με νομιναλιστικό πείσμα στο μερικό βάζει στο στόχαστρό της και θεωρεί χρέος επιβίωσης να ανατρέπει γενικές έννοιες που είναι απαραίτητες στην αισθητική για την δημιουργία μιας θεωρίας (ο.π., σ.570). Δημιουργείται, έτσι, μια διάσταση ανάμεσα στον στοχασμό και την καλλιτεχνική πράξη, κατά την οποία, η μεν αισθητική μπαίνει στον πειρασμό να συνηγορήσει υπέρ αμετάβλητων παραμέτρων, τις οποίες ακριβώς η τέχνη θέλει να καταργήσει (ο.π., σ.571). "Μια έμμονη ιδέα των επιστημών του πνεύματος είναι ότι το Νέο πρέπει να ανάγεται στο πάντοτε ίδιο, λόγου χάρη ο σουρρεαλισμός στον μανιερισμό· αυτή ή έλλειψη κατανόησης της ιστορικής σημασίας των καλλιτεχνικών φαινομένων ως λυδίας λίθου της αλήθειας που έχει το αντίστοιχο της στην τάση της αισθητικής προς εκείνους τους αφηρημένους κανόνες στους οποίους δεν υπάρχει τίποτε αμετά­βλητο έκτος από το γεγονός ότι διαψεύδεται συνεχώς από το πνεύμα πού διαμορφώνεται. Ό,τι καθιερώνεται ως αισθητικός κα­νόνας είναι προϊόν του γίγνεσθαι και κατά συνέπεια μπορεί να παρ­έλθει. Οι αξιώσεις αιωνιότητας είναι πεπαλαιωμένες. Ακόμη και οι εκπαιδευτικοί με πτυχία και δασκαλίστικη νοοτροπία θα δίστα­ζαν να εφαρμόσουν ένα καθαγιασμένο κριτήριο όπως εκείνο της ευαρέσκειας χωρίς πρακτικό ενδιαφέρον πάνω σε έργα πεζογρα­φίας όπως ή Μεταμόρφωση ή η Αποικία των τιμωρημένων, όπου ή ασφαλής αισθητική απόσταση μεταξύ του αναγνώστη και του αντι­κειμένου κλονίζεται από τα συνεχή σοκ. Όποιος εμπειράθηκε το μεγαλείο των έργων του Kafka δεν μπορεί να αποφύγει την αίσθη­ση ότι ο λόγος περί τέχνης δεν τους ταιριάζει. Το ίδιο δυσεφάρμοστες είναι και οι α priori καθορισμένες κατηγορίας του τραγικού και του κωμικού στο σημερινό δράμα, όσο και αν αυτές το διαπερ­νούν, όπως εκείνα τα μεσαιωνικά ερείπια πού διατρέχουν την τε­ράστια πολυκατοικία με τα ενοικιαζόμενα δωμάτια και διαμερί­σματα, στην παραβολή του Kafka." (ο.π., σ.570)
Μοιάζει, λοιπόν, αναπόφευκτο αυτή η σύγκρουση ανάμεσα σε τέχνη και αισθητική να καταλήγει δυνητικά στον θάνατο μιας από τις δύο: ή η τέχνη καταστρέφοντας κάθε ιδέα γενικού καταργεί την αισθητική, ή η αισθητική επιστρέφοντας σε γενικές κατηγορίες φιμώνει την τέχνη, πνίγοντάς την.
Στα μάτια όμως κάθε στοχαστικού ανθρώπου, προβάλλει επιτακτική η ανάγκη συμβίωσης και των δύο, αφού όποιος δεν ξέρει τι βλέπει ή τι ακούει κάθε φορά που βρίσκεται μπρος σε ένα έργο τέχνης, δεν έχει το προνόμιο της άμεσης συμπεριφοράς απέναντι σ' αυτό, αλλά είναι ανίκανος να το αντιληφθεί (ο.π., σ. 568).
Άρα, λοιπόν, είναι επιτακτική η ανάγκη να ερευνηθεί το πού συναντώνται τέχνη και αισθητική ώστε να γίνουν και οι δύο αποδοτικότερες. Ο Adorno βεβαιώνει πως το σημείο συνάντησής τους είναι το περιεχόμενο αλήθειας του έργου τέχνης και αυτό τόσο από την πλευρά του καλλιτέχνη, ο οποίος δεν είναι σε θέση να παράγει ένα αυθεντικό έργο τέχνης, το οποίο εκτός από την τεχνική του πλευρά δεν θα είναι επιπρόσθετα αποτέλεσμα και προϊόν στοχασμού, μα και από την πλευρά του φιλότεχνου, ο οποίος χωρίς εκείνον τον ειδικό στοχασμό πάνω στο έργο τέχνης, που στην υψηλότερή του μορφή συνιστά την φιλοσοφική αισθητική, δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το περιεχόμενο αλήθειας του.

Τα δεδομένα του αισθητικού στοχασμού αλλάζουν. Οι αξιώσεις καθολικότητας και αιωνιότητας που κάποτε θεωρούνταν αυτονόητες για ολόκληρο τον φιλοσοφικό στοχασμό, δεν μπορούν πια να γίνονται αυτόματα δεκτές. Μολοντούτο, ο άνθρωπος συνεχίζει να ζει και έχει πάντοτε την ανάγκη συστηματικής σκέψης για την κατανόηση του κόσμου και του εαυτού του. Η επιστήμη, μόνη, δεν μπορεί να προσφέρει ολοκληρωμένο το αναγκαίο πλαίσιο. Η αισθητική, καθώς και η φιλοσοφία ολόκληρη, επαναπροσδιορίζονται και συνεχίζουν να νοηματοδοτούν αυτή την προσπάθεια.
[1] Η a priori (εκ των προτέρων) κρίση είναι αυτή που στηρίζεται στον Λόγο, μια γνώση, δηλαδή, ανεξάρτητη από την εμπειρία, εννοιολογική και απόλυτης ισχύος. Αντίθετα, a posteriori (εκ των υστέρων) διαπίστωση, είναι η γνώση που στηρίζεται στην εμπειρία. (Λ. Αναγνώστου, σημειώσεις στην "Αισθητική θεωρία" του Adorno.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: